«Φανταστείτε ένα βιβλίο που έγραψε, ας πούμε, ο Ντοστογιέφσκι και έχει κάποιες αράχνες πάνω που σας εμποδίζουν να το διαβάσετε. Και από κάποια αισθηματολογία να αποδίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα σ’ αυτές τις αράχνες, παρά στην ανάγνωση του αριστουργήματος. Σημαίνει ότι χρησιμοποιείτε το πνευματικό έργο με έναν αυθαίρετο τρόπο. Έτσι έπραξε και ο ρομαντισμός έναν καιρό. Αλλά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγουν εάν διαθέτουμε στοιχειώδη θεωρητική σκέψη». Αυτά έλεγε ο Μ. Κορρές, σημερινός πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων της Ακρόπολης, το 2002 (τότε απλό μέλος) στη συζήτηση που ακολούθησε την ανακοίνωση του οράματός του για την «Αποκατάσταση και τελική διαμόρφωση των εδαφών της Ακρόπολης».
Το παραπάνω απόσπασμα ήταν απάντηση στην κριτική πως αν αυτό το όραμα υλοποιηθεί, θα επιφέρει εκτεταμένες αλλαγές στον χώρο, οι οποίες θα του δίνουν μια «πολύ κλασικιστική εντύπωση». Η προεδρεύουσα της συνεδρίας προσπάθησε να καθησυχάσει το ακροατήριο λέγοντας πως αυτά είναι απλές προτάσεις και όχι πρόγραμμα της επιτροπής και πως όταν έρθει ένα τέτοιο πρόγραμμα και όταν γίνει η απαιτούμενη μελέτη, τότε όλα θα συζητηθούν εκτενώς. Όμως το παραπάνω απόσπασμα μου θύμισε τα λόγια ενός άλλου σημαντικού αρχιτέκτονα, του 19ου αιώνα αυτή τη φορά, σε μια ανάλογη κριτική της εποχής. Αφορούσαν την κατεδάφιση του μεσαιωνικού πύργου των Προπυλαίων το 1875. Έλεγε λοιπόν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, το 1878, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την κατεδάφιση των υστερότερων κτισμάτων της Ακρόπολης, κίνηση που είχε επίσης προκαλέσει αντιδράσεις: «Αλλ' ο κακότεχνος τουρκικός μιναρές, ο άλλοτε επικείμενος επί του αετώματος του Παρθενώνος, και ο βαρβαρικός πύργος, ο επί των Προπυλαίων ατόπως επικαθείμενος, ήσαν περιτταί και ελεειναί προσθήκαι, οία τα αφοδεύματα των κατά καιρούς επιφοιτώντων κοράκων και αρπακτικών όρνεων άπερ κείνται επί των γεραρών φειδιακών αριστουργημάτων προς μαρτυρίαν της οικτράς αυτών ερημώσεως...».
Η ομοιότητα ανάμεσα στα δύο αποσπάσματα είναι έκδηλη, η περιφρόνηση για τα μη κλασικά υλικά κατάλοιπα και οι αναφορές στο ζωώδες και το μολυσματικό στοιχείο επίσης ξεκάθαρα. Άραγε δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε στο πώς βλέπουμε τα μνημεία; Για να ξαναγυρίσουμε στο παρόν, οι «προτάσεις» του 2002 ήδη υλοποιούνται από το περασμένο φθινόπωρο, και μάλιστα, παρά τις τότε ελπίδες, χωρίς ουσιαστική μελέτη, χωρίς επίσημη επιστημονική συζήτηση και δημόσια διαβούλευση και μόνο με την υπόσχεση ενός συνεδρίου για το επόμενο φθινόπωρο, δηλαδή κατόπιν εορτής.
Ούτε αναστήλωση, ούτε συντήρηση
Μετά τις τρεις, πολύωρες επισκέψεις μου στον χώρο από την 1η Νοεμβρίου του 2020, τη συζήτηση με πλήθος ειδικών αλλά και την ανάγνωση όσων κειμένων δημοσιοποιήθηκαν, είναι ολοφάνερο και σε μένα αλλά και σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή και επισκέπτρια, ειδικό ή μη, ότι τα εν εξελίξει έργα δεν συνιστούν αναστήλωση ή συντήρηση μνημείων. Συνιστούν ριζική αναδιαμόρφωση του συνολικού μνημειακού τοπίου της Ακρόπολης, τέτοια που μόνο με τις εκτεταμένες κατεδαφίσεις, αναστηλώσεις και διαμορφώσεις του 19ου αιώνα μπορεί να συγκριθεί: τσιμεντοστρώσεις (κατά τόπους με οπλισμένο σκυρόδεμα) στη μεγαλύτερη επιφάνεια του βράχου, οι οποίες σε πάχος φτάνουν τα 48 εκατοστά σε ορισμένα σημεία, δημιουργία ανδήρων και συνολική (ανα)κατασκευή της κλίμακας των Προπυλαίων, όπου μόνο το ένα έβδομο του αρχικού υλικού διατηρείται, υποτίθεται υλοποιώντας το σχέδιο που δεν πρόλαβε να υλοποιήσει ο Μνησικλής στην Κλασική εποχή. Η Ακρόπολη σήμερα δεν τσιμεντοστρώνεται απλά, ξαναχτίζεται με βάση το όραμα ενός ανθρώπου, αλλά και τη στήριξη και κάλυψη της κρατικής εξουσίας, που ονειρεύεται περισσότερη εμπορευματοποίηση, και τη χρηματοδότηση ιδρυμάτων που επιθυμούν να χαράξουν το όνομά τους στα μάρμαρα του πιο σημαντικού μνημείου της χώρας.
Όμως είναι σημαντικό να σκεφτούμε τα σημερινά τεκταινόμενα σε ένα ιστορικό βάθος. Οι σημερινοί αναστηλωτές / διαμορφωτές του χώρου συνεχίζουν, όπως εξάλλου οι ίδιοι ομολογούν, την παράδοση δύο αιώνων, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς και τον Klenze, παράδοση που θεωρεί την Ακρόπολη μνημείο αποκλειστικά του 5ου αιώνα ή ευρύτερα της Κλασικής εποχής, ενώ όλα τα άλλα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στον βράχο, από τη Νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα, θεωρούνται είτε «αφοδεύματα» «αρπακτικών ορνέων» ή, στην καλύτερη περίπτωση, «αράχνες» που λερώνουν τα αριστουργήματα και μας εμποδίζουν να τα «διαβάσουμε». Ο φόβος της μόλυνσης, η επιθυμία για αποκάθαρση και η νοσταλγία για ένα φαντασιακό όλον εδώ συναντώνται. Είναι η ίδια αντίληψη που αδυνατεί να κατανοήσει ότι έχει να κάνει όχι με ένα σύνολο μεμονωμένων αρχιτεκτονημάτων, αλλά με ένα μνημειακό τοπίο, όπως εξάλλου ορίζει και η UNESCO την Ακρόπολη. Ότι είναι η γεωλογία, ο βράχος ο ίδιος που συνιστά το μνημείο, είτε διατηρεί ορατά ίχνη ανθρώπινης δράσης είτε όχι. Η Ακρόπολη είναι κατ’ αρχάς μια πολυ-χρονική, πολυ-πολιτισμική γεω-ιστορία, ένα ιστορικό κόρπους / σώμα που περιλαμβάνει τα ίχνη των χεριών και των ποδιών εκατομμυρίων ανθρώπων σε βάθος χιλιάδων χρόνων.
Δυτική φαντασίωση του 18ου αιώνα
Στην Ακρόπολη εδώ και δύο αιώνες βλέπουμε στην πράξη το αποικιακό - εθνικό πλαίσιο μνημειοποίησης στην πιο ακραία του μορφή. Η Aκρόπολη ως πολυ-χρονικό τοπίο και ως παλίμψηστο έχει καταστεί ένα τοπίο βίας, βίαιης απάλειψης των ιχνών της υλικής ιστορίας και μνήμης, ένα τοπίο βίαιης ομογενοποίησης. Βίας που τις τελευταίες δεκαετίες ιδίως συντελείται χωρίς ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο και συζήτηση, με το προκάλυμμα της άρτιας, τεχνολογικής - αρχιτεκτονικής και όχι αρχαιολογικής αναστήλωσης. Στόχος η «ορθή θεώρηση», να δούμε δηλαδή τα μνημεία όπως τα έβλεπαν οι άνθρωποι του 5ου αιώνα. Όμως, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως τα μνημεία και η Ακρόπολη συνολικά ανήκουν αποκλειστικά στον 5ο αιώνα ή στην Κλασική εποχή ευρύτερα (κάτι που δεν ισχύει), θα μπορούσαν άραγε οι άνθρωποι του σήμερα, με τη δική τους αισθητηριακή και ενσώματη εμπειρία, να προσλάβουν ένα μνημείο με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν τα πολύ διαφορετικά σώματα του 5ου αιώνα;
Ξεχνούμε άραγε πως οι αισθήσεις δεν είναι ιστορικά σταθερές και δεδομένες, ομογενείς φυσιολογικές λειτουργίες, αλλά κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένες διαδικασίες; Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι ο 5ος αιώνας αυτός που ξαναχτίζεται με πιστότητα στην Ακρόπολη, για τα μνημεία του οποίου πάρα πολλά αρχαιολογικά ζητήματα είναι ακόμα ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο ευρείας συζήτησης ανάμεσα στους ειδικούς. Αν ήταν, θα έπρεπε να βαφτούν πολύχρωμα όλα τα κτήριά του. Αυτό που ανακατασκευάζεται είναι μια Ακρόπολη της λευκότητας, της ευρω-κεντρικής, δυτικής φαντασίωσης, Μια ακρόπολη όπως την κατασκεύασαν φιλόλογοι, αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι τον 18ο και τον 19ο αιώνα, μια Ακρόπολη της αποικιοκρατικής - εθνικής νεωτερικότητας και του ρομαντικού εθνικισμού. Η Νεολιθική Ακρόπολη, η Ακρόπολη της Εποχής του Χαλκού, η Ακρόπολη όλων των φάσεων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, η μεσαιωνική, βυζαντινή και οθωμανική Ακρόπολη, η Ακρόπολη του Εβλιγιά Τσελεμπή, που τόσο τον εντυπωσίασε, ώστε να περιγράψει τον Παρθενώνα ως το πιο λαμπρό τζαμί του κόσμου, η Ακρόπολη του 19ου και του 20ού αιώνα, η Ακρόπολη των πολλών και διαφορετικών ερμηνειών, ιδεολογικών και άλλων χρήσεων και αμφισβητήσεων στη ζωή, την τέχνη και τη λογοτεχνία δεν έχουν θέση σ’ αυτή τη μονο-χρονική, στενή, αποικιοκρατική αφήγηση, ούτε στον χώρο τον ίδιο, ούτε και στο μουσείο του.
Η Ακρόπολη, τουλάχιστον από την κλασική αρχαιότητα, ήταν πάντα ένας διαφιλονικούμενος χώρος. Έτσι και σήμερα, ευτυχώς, η κοινωνία των πολιτών αντιδρά στα όσα συμβαίνουν εκεί όχι υπερασπιζόμενη την εθνικά επιβεβλημένη «ιερότητα» του χώρου, αλλά επειδή καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια υπόθεση δημοκρατίας και ιστορικής μνήμης. Έχει σημασία αυτή η συζήτηση να συνεχιστεί, ενάντια στις απόπειρες να επιβληθεί άκρα του τάφου σιωπή με την επίκληση της όποιας αυθεντίας. Εξάλλου, εκτός από αυταρχικό, είναι και άκρως υποκριτικό για την κρατική εξουσία και τους ταγούς της να διακηρύττουν σε όλους τους τόνους ότι η Ακρόπολη είναι το σημαντικότερο εθνικό μνημείο, η λαμπρότερη αξία στο συμβολικό κεφάλαιο του έθνους, και παράλληλα να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα σε όλους και όλες να εκφράζουν τη γνώμη τους.
Η Ακρόπολη είναι κατ’ αρχάς μια πολυ-χρονική, πολυ-πολιτισμική γεω-ιστορία, ένα ιστορικό κόρπους/σώμα που περιλαμβάνει τα ίχνη των χεριών και των ποδιών εκατομμυρίων ανθρώπων σε βάθος χιλιάδων χρόνων (ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ)
Μνημειακή δυστοπία
Όμως πρέπει να συνεχίσουμε να μιλάμε για την Ακρόπολη και για ακόμη έναν λόγο. Η Ακρόπολη λειτουργεί μετωνυμικά ή μάλλον συνεκδοχικά για όλο το ελληνικό φαντασιακό όραμα. Μια εξαγνισμένη, ιεροποιημένη, αποκαθαρμένη Ακρόπολη συνιστά το υπόδειγμα για τον υλικό - μνημειακό πολιτισμό, για τον δημόσιο χώρο και εντέλει για την κοινωνία όπως οι υπέρμαχοι αυτής της λογικής την οραματίζονται: δίχως Ιστορία, δίχως «επιμειξίες», δίχως «ξένα» στοιχεία, δίχως τα ίχνη των πολλών ανθρώπων και των πολλών πολιτισμών που πέρασαν από τον τόπο αυτό. Αυτή η μνημειακή δυστοπία υλοποιείται στον βράχο εδώ και δεκαετίες, αν όχι εκατονταετίες, κι αυτή την κοινωνική - μνημειακή δυστοπία θα πρέπει να αποτρέψουμε. Με εξαίρεση ίσως λίγα ίχνη της ύστερης εποχής του Χαλκού, περιόδου σημαντικής για το εθνικό αφήγημα, όσα μη κλασικά ίχνη δεν έχουν καταστραφεί παραμένουν απροσπέλαστα για το κοινό ή και χωρίς σήμανση. Για παράδειγμα, πόσοι ξέρουν για το μεγάλο μουσουλμανικό νεκροταφείο στη δυτική πλευρά του λόφου, θρυμματισμένες στήλες από το οποίο μπορεί κανείς ακόμα να δει -χωρίς σήμανση φυσικά- σε λιθοσωρούς πάνω στον βράχο;
Μόνο στην περιοχή των Προπυλαίων, κυρίως χάρη στη δουλειά του T. Τανούλα και των συνεργατών του, ο προσεκτικός επισκέπτης μπορεί να εντοπίσει ίχνη πολλών περιόδων, και της Οθωμανικής. Είναι λοιπόν καίριο σήμερα, αντί για την Ακρόπολη του 19ου αιώνα, να διεκδικήσουμε την Ακρόπολη του 21ου αιώνα: ένα μνημειακό τοπίο πλούσιο σε ιστορικότητα, μια υλικότητα που θα αφηγείται ποικίλες, συναρπαστικές ιστορίες σε πολλές γλώσσες, έναν χώρο που θα συγκινεί το μωσαϊκό των ανθρώπων, γηγενών και μη, που τον επισκέπτονται.
* Ο Γιάννης Χαμηλάκης είναι καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, ιδρυτικό μέλος της πρωτοβουλίας theotheracropolis.com και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής της πρωτοβουλίας decolonizehellas.org. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του «Το Έθνος και τα Ερείπιά του: Αρχαιότητα, Αρχαιολογία και Εθνικό Φαντασιακό στην Ελλάδα» και «Η Αρχαιολογία και οι Αισθήσεις: Ανθρώπινη Εμπειρία, Μνήμη, και Συν-κίνηση», και τα δύο από τις Εκδόσεις του 21ου
ΠΗΓΗ: