ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

6/recent/ticker-posts

Είναι ντροπή να σιωπάς ,όταν όλη η Ελλάδα αδικείται.

Είναι ντροπή να σιωπάς ,όταν όλη η Ελλάδα αδικείται.
Αἰσχρόν ἐστι σιγᾶν, τῆς Ἑλλάδος πάσης ἀδικουμένης. (Δημοσθένης)

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
3.2. Η παραγωγή του Συντάγματος Το Σύνταγμα είναι αποτέλεσμα της άσκησης της συντακτικής εξουσίας ή της αναθεωρητικής λειτουργίας. Συντακτική εξουσία είναι η κρατική εξουσία θέσπισης κανόνων δικαίου με αυξημένη τυπική ισχύ, θέσπισης δηλ. Συντάγματος. Εκδηλώνεται η συντακτική εξουσία κάθε φορά που τίθεται σε ισχύ, για πρώτη φορά, το Σύνταγμα ενός κράτους ή όταν τίθεται νέο Σύνταγμα, χωρίς φραγμό από το προϊσχύον. Αποτυπώνει, επομένως, η άσκηση της εξουσίας αυτής, τις κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές συνθήκες που προκαλούν τη γένεση του Συντάγματος. Φορέας της συντακτικής εξουσίας είναι αυτός που διαθέτει τη δύναμη να θέσει σε ισχύ ένα Σύνταγμα. Όπου φορέας της εξουσίας αυτής είναι ο Λαός, τότε ασκεί αυτός την εξουσία του με συντακτικές εθνικές συνελεύσεις ή με οποιαδήποτε διαδικασία επιλέγει και η οποία εξασφαλίζει τη λαϊκή συμμετοχή. Στο ελληνικό Σύνταγμα πηγή κάθε εξουσίας και, κατά συνέπεια, φορέας της συντακτικής εξουσίας είναι ο Λαός. Η συντακτική εξουσία, με την ανωτέρω έννοια, είναι νομικά αδέσμευτη και απεριόριστη. Δεν περιορίζεται από προγενέστερους συνταγματικούς κανόνες και για το λόγο αυτό ονομάζεται και πρωτογενής συντακτική εξουσία. Περιορίζεται όμως, σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη, από την υποχρέωση σεβασμού των αρχών που θεμελιώνουν τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, διατυπώνονται στις διεθνείς συνθήκες και κινούνται με άξονες την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατική αρχή. Διακρίνεται η πρωτογενής συντακτική εξουσία από τη δευτερογενή , που ονομάζεται και αναθεωρητική λειτουργία, η οποία είναι μία συντεταγμένη κρατική λειτουργία, δηλ. που 7 προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα, ασκείται σύμφωνα με τους όρους του και τις προδιαγράφει και αντικείμενό της είναι η τροποποίηση, κατάργηση, αντικατάσταση, προσθήκη, αυθεντική ερμηνεία συνταγματικών διατάξεων. Η αναθεωρητική λειτουργία, εξορισμού, έχει μερικό χαρακτήρα, διότι η ολική αναθεώρηση του Συντάγματος ισοδυναμεί με άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Η λειτουργία αυτή, ως μία διαδικασία προβλεπόμενη από το Σύνταγμα, ελέγχεται, όσον αφορά την τήρηση του τύπου και της ουσίας της από τα δικαστήρια. Το ελληνικό Σύνταγμα θέτει τα όρια της αναθεωρητικής λειτουργίας με δύο τρόπους: - ο πρώτο είναι ο αφηρημένος, κατά τον οποίο ορίζεται ότι δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος. Αυτές, από τη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου, προσδιορίζονται, ενδεικτικά, ως εξής: η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, ο δημοκρατικός τρόπος ανάδειξης της Βουλής, οι νομοθετικές και ελεγκτικές αρμοδιότητές της, το αιρετό του αρχηγού του κράτους, ο αποκλεισμός του προεδρικού πολιτεύματος, οι διατάξεις που εξασφαλίζουν την πολιτική συμμετοχή, η ελευθερία ίδρυσης και λειτουργιάς πολιτικών κομμάτων, η διασφάλιση του κοινωνικού κράτους δικαίου. - ο δεύτερος είναι ο συγκεκριμένος, κατά τον οποίο απαριθμούνται συγκεκριμένες διατάξεις που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση. Ο διατάξεις αυτές είναι εκείνες που θεσπίζουν: το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, την ισότητα των πολιτών, την εισδοχή μόνον Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, την απαγόρευση αναγνώρισης τίτλων ευγένειας ή διακρίσεων, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ελεύθερη συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, και της θρησκευτικής συνείδησης, την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Η διαδικασία της αναθεώρησης προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα και έχει ως εξής: αποκλειστικά αρμόδιο όργανο είναι η Βουλή, χωρίς τη σύμπραξη ούτε του Προέδρου της Δημοκρατίας, ούτε της Κυβέρνησης. Η διαδικασία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη αρχίζει με τη διαπίστωση της ανάγκης της αναθεώρησης. Η διαπίστωση γίνεται με απόφαση της Βουλής μετά από πρόταση πενήντα τουλάχιστον Βουλευτών και με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών. Η πρόταση πρέπει να ψηφιστεί δύο φορές και οι ψηφοφορίες πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον ένα μήνα. Με την περί αναθεώρησης απόφαση πρέπει να καθορίζονται και οι αναθεωρητέες διατάξεις, ο προσδιορισμός των οποίων δεσμεύει την επόμενη Βουλή. Η διαδικασία συνεχίζεται μόνον εφόσον η πρόταση συγκεντρώσει, τουλάχιστον, την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των Βουλευτών. Η απόφαση πάντως για αναθεώρηση δεν συνεπάγεται τη διάλυση της Βουλής, η οποία είτε εξαντλεί τη θητεία της είτε διαλύεται για τους λόγους που προβλέπει το Σύνταγμα. 8 Η δεύτερη φάση της αναθεώρησης δεν κινείται από τη Βουλή που έκρινε την ανάγκη τη


ΠΗΓΗ ΕΔΩ