Ο Μύθος Της Βιωσιμότητας Του Ελληνικού Χρέους
Καθώς η πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές κατέστη πλέον αδύνατη, η ελληνική κυβέρνηση, κληθείσα να διαχειριστεί ένα χρέος ύψους 126,7% του ΑΕΠ, δεν είχε άλλη επιλογή από την προσφυγή στους Ευρωπαίους εταίρους για την εξασφάλιση οικονομικής βοήθειας. Γι’ αυτόν τον λόγο τον Μάιο του 2010 υπεγράφη το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης, στο πλαίσιο του οποίου η Ελλάδα θα λάμβανε 110 δισεκατομμύρια ευρώ από τις χώρες της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) – από τα οποία τελικά εκταμιεύθηκαν τα 70. Παρότι οι εταίροι αναγνώριζαν την ανάγκη για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, δεν περιελήφθη τέτοια πρόβλεψη στο πρώτο πρόγραμμα καθώς, βάσει ορισμένων εκτιμήσεων, το χρέος θα περιοριζόταν σύντομα σε βιώσιμα επίπεδα (IMF, 2017). Ωστόσο, το χρέος κατά την περίοδο 2009-2011 αυξήθηκε κατά 54,641 δισεκατομμύρια ευρώ σε ονομαστικούς όρους και κατά 45,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ, αγγίζοντας το 172% (Eurostat, 2017). Παρατηρείται πως η αύξηση του μεγέθους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι δυσανάλογη αυτής του ονομαστικού μεγέθους, καθώς στην πρώτη περίπτωση το μέγεθος επηρεάστηκε έντονα και από τη μείωση του ΑΕΠ. Επομένως, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις για το δημοσιονομικό πλεόνασμα και την ανάπτυξη δεν εκπληρώθηκαν, η πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ ήταν δυσμενέστερη από την αναμενόμενη.
Προσπάθειες Ελάφρυνσης Του Χρέους
Το “κούρεμα” του 2012
Με την ανάγκη εξυγίανσης του χρέους να είναι πλέον επιτακτική, αποφασίστηκε “κούρεμα” του ελληνικού χρέους στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος διάσωσης – δηλαδή, μείωση της ονομαστικής του αξίας σε συμφωνία με τους κατόχους των ομολόγων. Σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος, η Ελλάδα θα κατάφερνε να περιορίσει το χρέος της στο 120% του ΑΕΠ το 2020 μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους, της μείωσης της αβεβαιότητας, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της διόρθωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού ισοζυγίου κατά 7% του ΑΕΠ. Έπειτα από μήνες διαπραγματεύσεων, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή ελληνικών ομολόγων 197 δισεκατομμυρίων ευρώ με νέα ομόλογα αξίας 62 δισεκατομμυρίων και 30 δισεκατομμυρίων ευρώ σε βραχυπρόθεσμους τίτλους του EFSF. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επετεύχθη μείωση του δημόσιου χρέους κατά 106 δισεκατομμύρια ευρώ – κάτι που αντιστοιχεί σε κούρεμα κατά 53,5%.
Σύμφωνα με την έκθεση αξιολόγησης του ΔΝΤ για το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους στα χρονικά της οικονομικής ιστορίας, το “κούρεμα” του 2012 δεν στέφεται με επιτυχία (IMF, 2017). Όπως προαναφέρθηκε, οι ελληνικές τράπεζες ήταν εκτεθειμένες σε μεγάλο βαθμό σε ελληνικά ομόλογα. Συνεπώς, λόγω του κουρέματος, κατά το 2012 οι 4 συστημικές τράπεζες εμφάνισαν συνολικές ζημιές 28,26 δισεκατομμυρίων ευρώ (Παπαδογιάννης, 2012). Προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθούν εκ νέου οι τράπεζες λόγω των ζημιών, χρειάστηκαν νέα δάνεια, με αποτέλεσμα να αναιρεθεί μεγάλο μέρος του οφέλους από την απομείωση. Επιπρόσθετα, όταν το “κούρεμα” πραγματοποιήθηκε, το 37% του χρέους διακρατείτο από το ΔΝΤ, τον EFSF και κράτη-μέλη της ΕΕ – μέρη τα οποία δεν συμμετείχαν στο κούρεμα. Συνεπώς, η μείωση του συνολικού χρέους ήταν χαμηλότερη του 53,5%. Επομένως, στο τέλος του 2012 το δημόσιο χρέος άγγιξε το 156,6% του ΑΕΠ, μειωμένο μόνο κατά 12,4% σε σχέση με το τέλος του 2011 (IMF, 2017).
Τα μέτρα του τρίτου προγράμματος
Λόγω της μερικής αποτυχίας του “κουρέματος”, της χαμηλής απόδοσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της αβεβαιότητας που χαρακτήρισε το πρώτο εξάμηνο του 2015, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τέθηκε πάλι υπό εξέταση. Στην ανάλυση που δημοσίευσε τον Ιούνιο του 2015, το ΔΝΤ χαρακτήρισε για πρώτη φορά το ελληνικό χρέος ως μη βιώσιμο (IMF, 2017). Ο στόχος περί μείωσης του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 120% εγκαταλείφθηκε όντας ανέφικτος, καθώς το 2015 ο λόγος αυτός ανήλθε σε 176,8%, ενώ οι προσδοκίες για ανάπτυξη υποβαθμίστηκαν. Στις νέες αναλύσεις που ακολούθησαν τον Ιούνιο του 2016, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το ΔΝΤ υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα νέων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους προκειμένου να βελτιωθεί η βιωσιμότητά του (IMF, 2016).
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για μέτρα, την 25η Μαΐου 2016 οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης κατέληξαν σε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές για τη νέα ελάφρυνση του χρέους. Κρίθηκε αναγκαία η λήψη τριών πακέτων μέτρων συνδεδεμένων με την επίτευξη συγκεκριμένων προαπαιτούμενων, και χωρισμένων βάσει του χρονικού ορίζοντα εφαρμογής τους σε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Έτσι, η βραχυπρόθεσμη δέσμη μέτρων εφαρμόστηκε μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος διάσωσης. Τα μέτρα αυτά συνίσταντο στην επαναφορά της περιόδου αποπληρωμής από τα 28 στα 32,5 χρόνια, στη μείωση του κινδύνου των επιτοκίων, καθώς και στην απαλλαγή από την πληρωμή τόκων που αφορούσαν σε μία συγκεκριμένη δόση του δεύτερου προγράμματος. Επιπλέον, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα αποφασίστηκε να συζητηθούν κατά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης (ESM, 2017).
Καθώς η χώρα πλέον πλησιάζει στην ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, στο Eurogroup της 22ης Ιουνίου 2018 συζητήθηκε η μεσοπρόθεσμη δέσμη μέτρων. Τα μέτρα που ελήφθησαν περιλαμβάνουν την αναβολή για 10 χρόνια της αποπληρωμής των τόκων για τα δάνεια του EFSF και τη σταδιακή μεταβίβαση των κερδών των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα. Επιπλέον, αποφασίστηκε η κατάργηση του step-up επιτοκίου της δόσης του δεύτερου προγράμματος διάσωσης που αφορούσε στην επαναγορά χρέους. Επιπρόσθετα, το Eurogroup παρέπεμψε στο μέλλον τη συζήτηση σχετικά με τη δημιουργία ενός έκτακτου μηχανισμού για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (Eurogroup, 2018). Τα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων αναμένεται να είναι πολύ ωφέλιμα για την ελληνική οικονομία. Οι Ακαθάριστες Χρηματοδοτικές Ανάγκες για την περίοδο 2019-2022 αναμένεται να μειωθούν από 10,8% σε 9,9% του ΑΕΠ, ενώ εκτιμάται ότι μέχρι και την αποπληρωμή των δανείων το 2060 δεν θα ξεπεράσουν το 20%, σε αντίθεση με το σενάριο απουσίας μέτρων. Τέλος, ο λόγος χρέους-ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει κάτω του 100% το 2060 (ΟΔΔΗΧ, 2018).
Επίλογος
Επομένως, θα μπορούσε το χρέος να χαρακτηριστεί ως βιώσιμο μετά τη λήψη των προαναφερθέντων μέτρων; Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί συμφωνούν με τον ανωτέρω ισχυρισμό, η απάντηση είναι τουλάχιστον αμφίβολη. Όλες οι αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους βασίζονται σε ορισμένες υποθέσεις σχετικά με την πορεία μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης. Η ανάλυση βάσει της οποίας το ελληνικό χρέος καθίσταται βιώσιμο μετά τη νέα ελάφρυνση έχει ως βασικές υποθέσεις τη διατήρηση μέσου πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος 2,2% και την επίτευξη μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης 3% κατά την περίοδο 2023-2060 (ΟΔΔΗΧ, 2018). Πρώτον, είναι αμφίβολο το αν η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να διατηρήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα τέτοιου ύψους, έχοντας μάλιστα υποστεί τόσο μεγάλη περίοδο ύφεσης και στασιμότητας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, σε δείγμα 200 ετών για 55 χώρες, έχουν υπάρξει μόνο 15 περιπτώσεις στις οποίες η οικονομική ύφεση ξεπέρασε τα 5 χρόνια, και σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις οι χώρες δεν κατάφεραν να διατηρήσουν δημοσιονομικά πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ (IMF, 2017). Δεύτερον, η διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων έρχεται σε αντίθεση με την επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων. Δεδομένου ότι τα φορολογικά έσοδα αντλούνται κατά κύριο λόγο από τα εισοδήματα και τα κέρδη, οι πόροι οι οποίοι προορίζονται για κατανάλωση, αποταμίευση ή επένδυση θα περιορίζονται συνεχώς μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η επίδραση για την οικονομία θα ήταν θετική αν, παραδείγματος χάριν, τα πλεονάσματα επανεπενδύονταν στην οικονομία. Ωστόσο, το σενάριο αυτό δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, καθώς ο πρωταρχικός στόχος της επίτευξης πλεονασμάτων είναι η αποπληρωμή του χρέους. Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και το ιστορικό προηγούμενο των Θεσμών σε σχέση με τις προβλέψεις των μακροοικονομικών μεγεθών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι όλες οι προβλέψεις των Θεσμών για τους ρυθμούς ανάπτυξης της περιόδου 2010-2015 απέκλιναν από την πραγματικότητα. Συνεπώς, η πιθανότητα να επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των δανειστών είναι μικρή, ενώ είναι δυνατόν να χρειαστεί να ληφθούν επιπλέον μέτρα στο μέλλον προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.ΠΗΓΗ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ