Το Δικαίωμα Πρόσβασης Στο Ίντερνετ Στη Νομολογία Του ΕΔΔΑ
Η επικράτηση του Διαδικτύου αποτελεί, ίσως, τη σημαντικότερη κοινωνική εξέλιξη του αιώνα μας. Η κυριαρχία του Ίντερνετ είναι πασίδηλη σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής: επικοινωνία, αγορά, εργασία. Μολαταύτα, ιδιαίτερη είναι η σημασία του αναφορικά με τη λήψη και μετάδοση πληροφοριών. Για τους περισσότερους, το Ίντερνετ είναι η βασικότερη πηγή ενημέρωσης, καθώς προσφέρει ταχεία πρόσβαση σε τεράστιο όγκο πληροφοριών που προέρχονται από πηγές απ’ όλον τον κόσμο. Υπάρχει, όμως, δικαίωμα πρόσβασης στο Ίντερνετ;
Πρόσφατα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναγνώρισε τη διαδικτυακή ελευθερία ως ανθρώπινο δικαίωμα (Howell και West, 2016) και τόνισε «τη σημασία της εφαρμογής μιας συνεκτικής, επικεντρωμένης στα ανθρώπινα δικαιώματα προσέγγισης στην παροχή και επέκταση της πρόσβασης στο Διαδίκτυο, και ζήτησε από όλα τα κράτη να καταβάλλουν προσπάθειες για τη γεφύρωση των πολλών μορφών ψηφιακών διαιρέσεων» (αρ. 5 Ψηφίσματος A/HRC/32/L.20). Η επιλογή αυτή του ΟΗΕ, που μπορεί να εξηγηθεί στο πλαίσιο της άρσης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών, και της χρησιμοποίησης του ίντερνετ ως μέσου επίτευξης των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Goals, SDGs), εκκινεί από την αναγνώριση του Ίντερνετ ως μέσου διάδοσης πληροφοριών και ιδεών στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ωστόσο, η σύλληψη της προστασίας της πρόσβασης στο ίντερνετ μέσω της ελευθερίας της έκφρασης ξεκίνησε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Ήδη από το 2009, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Διαδίκτυο στην ενίσχυση της πρόσβασης του κοινού στις πληροφορίες και τη διευκόλυνση της διάδοσης αυτών «λόγω της προσβασιμότητάς του και της δυνατότητάς του να αποθηκεύει και να διαβιβάζει τεράστιες ποσότητες πληροφοριών» (Times Newspapers Ltd κατά Ηνωμένου Βασιλείου, υπ’ αριθμ. 3002/03, 11 Μαρτίου 2009). Προοδευτικά, το Ίντερνετ αναγνωρίστηκε ως βασικό μέσο για τη λήψη και διάδοση πληροφοριών, και προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 10 ΕΣΔΑ.
Το Άρθρο 10 Της ΕΣΔΑ
Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, το οποίο περιλαμβάνει, κατά τη διατύπωση του άρθρου, «την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Πρόκειται για τη διασφάλιση ενός ατομικού δικαιώματος που αξιώνει έναν χώρο ελευθερίας και μη παρέμβασης των κρατικών οργάνων για την άσκησή του (status negativus). Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργείται στα κράτη η θετική υποχρέωση δημιουργίας ενός κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου μπορεί να ασκηθεί η ελευθερία αυτή (στην απόφαση Editorial Board of Pravoye Delo και Shtekel κατά Ουκρανίας, υπ’ αριθμ. 33014/05, 5 Μαΐου 2011, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε για πρώτη φορά την υποχρέωση δημιουργίας ενός κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης των δημοσιογράφων στο διαδίκτυο).
Περαιτέρω, η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι στο δικαίωμα αυτό δύνανται να επιβληθούν προβλεπόμενοι εκ του νόμου περιορισμοί, οι οποίοι είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι για να είναι νόμιμος ένας περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης θα πρέπει να επιδιώκει έναν νόμιμο σκοπό από αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 10 (εθνική ασφάλεια, εδαφική ακεραιότητα ή δημοσία ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, προστασία της υγείας ή της ηθικής, προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας), να είναι αναλογικός -ήτοι, πρόσφορος και αναγκαίος για την επιδίωξη του παραπάνω νόμιμου σκοπού-, και να εξυπηρετεί μία πιεστική κοινωνική ανάγκη. Πάντως, αν και τα κράτη έχουν ένα περιθώριο ευχέρειας ως προς τη ρύθμιση της άσκησης του δικαιώματος, λόγω του θεμελιακού χαρακτήρα της ελευθερίας της έκφρασης οι τυχόν περιορισμοί πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα γενικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος (Axel Springer AG κατά Γερμανίας [ΤΕΣ], υπ’ αριθμ. 39954/08, και Morice κατά Γαλλίας [ΤΕΣ], υπ’ αριθμ.. 29369/10, 23 Απριλίου 2015).
Η Προστασία Της Πρόσβασης Στο Ίντερνετ Υπό Το Άρθρο 10 ΕΣΔΑ
Από τη στιγμή, λοιπόν, που το ΕΔΔΑ αναγνώρισε το Ίντερνετ ως μέσο επικοινωνίας (Delfi AS κατά Εσθονίας [ΤΕΣ], υπ’ αριθμ. 64569/09, 16 Ιουνίου 2015), επιβάλλεται η προστασία των χρηστών του Διαδικτύου με την εφαρμογή του άρ. 10. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα περιορισμών που τίθενται από τα κράτη επί της πρόσβασης στο ίντερνετ κι επί τη βάση της αναγκαιότητάς τους σε μία δημοκρατική κοινωνία, όπως αυτή έχει ερμηνευτεί μέσα από την προηγούμενη νομολογία του.
Τον έλεγχο αυτόν πράγματι εφάρμοσε στην απόφαση Ahmet Yıldırım κατά Τουρκίας (υπ’ αριθμ. 3111/10, 18 Δεκεμβρίου 2012). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τη νομιμότητα μίας δικαστικής απόφασης περί της παρεμπόδισης (block) της πρόσβασης σε όλες τις ιστοσελίδες που δημιουργήθηκαν με Google Sites. Το Google Sites είναι ένα εργαλείο δημιουργίας ιστοσελίδων, στο οποίο και ο προσφεύγων είχε δημιουργήσει δική του ιστοσελίδα όπου δημοσίευε το ακαδημαϊκό του έργο. Επειδή μία από τις ιστοσελίδες που δημιουργήθηκαν μέσω του Google Sites προσέβαλε τη μνήμη του Κεμάλ -πράξη που θεωρείται ποινικό αδίκημα στην Τουρκία-, τουρκικό εθνικό δικαστήριο απέκλεισε την πρόσβαση σε όλες τις ιστοσελίδες που δημιουργήθηκαν μέσω του Google Sites, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω προσβολή, να μην μπορεί να έχει πρόσβαση στο προσωπικό του site.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι δεν υπάρχει καθολική απαγόρευση, αλλά περιορισμός στην πρόσβαση στο Ίντερνετ, ο οποίος όμως δεν είναι ήσσονος σημασίας εφόσον «το ίντερνετ έχει γίνει σήμερα ένα από τα κύρια μέσα με τα οποία τα άτομα εξασκούν το δικαίωμά τους στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, καθώς παρέχει τα απαραίτητα εργαλεία για τη συμμετοχή σε δραστηριότητες και συζητήσεις που αφορούν πολιτικά θέματα και θέματα γενικού ενδιαφέροντος». Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διέγνωσε την παραβίαση του άρ. 10 ΕΣΔΑ, καθώς το εθνικό δικαστήριο δε βάσισε την απόφασή του σε ένα συμπαγές νομικό πλαίσιο που θα μπορούσε να αποσοβήσει αυθαιρεσίες, αλλά βασίστηκε σε μία γνώμη της Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών, δεν εξέτασε την πιθανότητα υιοθέτησης ενός ηπιότερου μέτρου, και απέτυχε να σταθμίσει τα διάφορα συμφέροντα που διακυβεύονταν, καθιστώντας τελικά έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών απρόσιτο, θίγοντας έτσι τα δικαιώματα των χρηστών του διαδικτύου με παράπλευρες συνέπειες.Αντί Επιλόγου
Σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο τα νομικά κείμενα δεν μπορούν να μένουν αμετάβλητα. Η ΕΣΔΑ υπεγράφη στη Ρώμη το 1950, μία εποχή που το ίντερνετ δεν μπορούσε καν να συλληφθεί ως ιδέα. Κι όμως, σήμερα επικρατεί στις ζωές μας, αποτελώντας τον κύριο τόπο έκφρασης και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών. Συνεπώς, οι χρήστες του δεν μπορούν να μείνουν απροστάτευτοι. Μέσω της εξελικτικής ερμηνείας του, το ΕΔΔΑ κατάφερε να προστατεύσει την πρόσβαση στο Ίντερνετ ως μέσου επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών, που εμπίπτει στο άρ. 10 ΕΣΔΑ.
Βέβαια, το ίδιο το ΕΔΔΑ τείνει να ερμηνεύει τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης στενά, ενώ -πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα- φαίνεται να αναγνωρίζει ακόμα και στους φυλακισμένους το δικαίωμα πρόσβασης σε συγκεκριμένες σελίδες. Συγκεκριμένα, στις αποφάσεις Kalda κατά Εσθονίας (υπ’ αριθμ. 17429/10, 19 Ιανουαρίου 2016) και Jankovskis κατά Λιθουανίας (υπ’ αριθμ. 21575/08, 17 Ιανουαρίου 2017) το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αν και τα κράτη δεν υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στους φυλακισμένους πρόσβαση στο διαδίκτυο, εφόσον επιλέξουν να το κάνουν πρέπει να δικαιολογήσουν ειδικά την απαγόρευση πρόσβασης συγκεκριμένων ιστοσελίδων, ιδιαιτέρως εφόσον αυτές αφορούν νομικές και εκπαιδευτικές πληροφορίες, και δεν αντίκεινται στη δημόσια τάξη.
Εν κατακλείδι, για την προστασία του δικαιώματος πρόσβασης στο ίντερνετ, το Δικαστήριο φαίνεται να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψιν τη νομοθετική κατοχύρωση του περιορισμού -καθώς είναι δυνατό να αποφευχθούν αυθαιρεσίες όταν το επίδικο μέτρο περιλαμβάνεται σε ένα γενικώς ισχύον νομοθετικό κείμενο παρά σε μια ad hoc απόφαση διοικητικού οργάνου-, τον βαθμό του περιορισμού (αν πρόκειται για μεμονωμένο ιστότοπο ή για καθολική απαγόρευση πρόσβασης σε ιστοσελίδα) και τη σαφή και επαρκή αιτιολογία τόσο του διοικητικού μέτρου όσο και της δικαστικής απόφασης που αποφαίνεται επί της νομιμότητας επιβολής του, η οποία πρέπει να σταθμίζει όλα τα αντικρουόμενα συμφέροντα, καθώς και τις παράπλευρες συνέπειες των μέτρων παρεμπόδισης πρόσβασης στο Ίντερνετ.