Πρόσφατα, μελέτες πάνω στο αρχαίο DNA δείχνουν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι πράγματι απόγονοι των Μυκηναίων, με ελάχιστο ποσοστό DNA να προέρχεται από κατοπινά μεταναστευτικά κύματα στον Ελλαδικό χώρο. Επιπλέον, οι ίδιοι οι Μυκηναίοι είχαν στενές σχέσεις με του Μινωΐτες, όπως ανακαλύπτει η έρευνα, έναν άλλο μεγάλο πολιτισμό που άνθησε στην Κρήτη από το 2600 π.Χ. έως περίπου το 1400 π.Χ. (όνομα που προήλθε από τον μυθικό βασιλιά Μίνωα).
Το αρχαίο DNA προέρχεται από τα δόντια 19 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων 10 Μινωϊτών από την Κρήτη χρονολογίας 2900 π.Χ. έως 1700 π.Χ., τεσσάρων Μυκηναίων από την αρχαιολογική τοποθεσία των Μυκηνών και άλλων κοιμητηρίων της Ελληνικής ηπειρωτικής χώρας χρονολογίας από το 1700 έως το 1200 π.Χ. και από πέντε άτομα από άλλους αγροτοκτηνοτροφικούς πολιτισμούς της Εποχής τους Χαλκού (5400 π.Χ. έως 1340 π.Χ.) από την Ελλάδα και την Τουρκία. Συγκρίνοντας 1.2 εκατομμύρια στοιχεία του γενετικού κώδικα σε αυτά τα γονιδιώματα με αυτά 334 άλλων ατόμων της αρχαιότητας από άλλες περιοχές του κόσμου και 30 σύγχρονους Έλληνες, καταφέραμε να εντοπίσουμε τον τρόπο που τα άτομα αυτά συνδέονταν.
Οι αρχαίοι Μυκηναίοι και Μινωΐτες είχαν στενή γενετική συγγένεια, ενώ και οι δύο λαοί πήραν τα τρία τέταρτα του DNA τους από πρώιμους αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην Ελλάδα και την ΝΔ Ανατολία, που τώρα είναι μέρος της Τουρκίας, αναφέρει το άρθρο στο Nature. Και οι δύο πολιτισμοί, κληρονόμησαν DNA από πληθυσμούς από τον ανατολικό Καύκασο, κοντά στο σημερινό Ιράν, γεγονός που υποδηλώνει πρώιμη μετανάστευση από την ανατολή αφού οι πρώτοι αγρότες εγκαταστάθηκαν εκεί πριν χωριστούν οι Μυκηναίοι από τους Μινωΐτες.
Ωστόσο, οι Μυκηναίοι είχαν μια μεγάλη διαφορά: ένα ποσοστό του δικού τους DNA—4% to 16%— προέρχεται από βόρειους προγόνους που ήρθαν από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Σιβηρία. Αυτό σημαίνει ότι ένα δεύτερο κύμα ανθρώπων από την Ευρασιατική στέπα ήρθαν στην ηπειρωτική Ελλάδα μέσω της Ανατολικής Ευρώπης ή της Αρμενίας, αλλά δεν έφτασαν στην Κρήτη, όπως αναφέρει ο Ιωσήφ Λαζαρίδης, πληθυσμιακός γενετιστής στο Πανεπιστήμιο του Harvard, ο οποίος συνέγραψε τη μελέτη.
Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Μινωΐτες και οι Μυκηναίοι είχαν μεγάλες ομοιότητες, καθώς έφεραν γονίδια για καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Οι καλλιτέχνες και στους δύο πολιτισμούς ζωγράφιζαν ανθρώπους με σκούρα μαλλιά και μάτια σε τοιχογραφίες και αγγεία που έμοιαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι μιλούσαν κι έγραφαν διαφορετικές γλώσσες. Οι μυκηναίοι ήταν μια στρατοκρατική κοινωνία, οπότε η τέχνη τους ήταν γεμάτα δόρατα και πολεμικές σκηνές, ενώ η Μινωϊκή τέχνη αναπαριστούσε σκηνές που εξυμνούσαν την ομορφιά της ζωής, με ελάχιστα στοιχεία πολέμου, αναφέρει ο Λαζαρίδης. Καθώς οι Μινωΐτες χρησιμοποιούσαν ιερογλυφικά, ορισμένοι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι ήταν εν μέρει και Αιγύπτιοι, θεωρία η οποία αποδεικνύεται ψευδής.
Η συνέχεια μεταξύ των Μυκηναίων και των σύγχρονων Ελλήνων είναι «ιδιαιτέρα εντυπωσιακή, καθώς το Αιγαίο υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών για χιλιάδες χρόνια», αναφέρει ο Γιώργος Σταματογιαννόπουλος που συμμετείχε στην έρευνα του Πανεπιστημίου της Washington στο Σηάτλ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι τα ισχυρά πληθυσμιακά τμήματα της καταγωγής των ελλήνων ήταν στη θέση τους ήδη από την Εποχή του Χαλκού, αφού η μετανάστευση των πρώτων αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών από την Ανατολία έθεσε το πλαίσιο για τη γενετική διαμόρφωση των Ελλήνων και, στην ουσία, των περισσότερων Ευρωπαίων. «Η εξάπλωση των αγροτικών πληθυσμών ήταν η αποφασιστική στιγμή που τα βασικά στοιχεία του Ελληνικού πληθυσμού υπήρχαν ήδη έτοιμα», αναφέρει ο αρχαιολόγος Colin Renfrew του Πανεπιστημίου του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι είναι εφικτή η λήψη αρχαίου DNA από το ζεστό, ξηρό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου, αναφέρει ο Renfrew. Ο ίδιος μαζί με συναδέρφους του ελπίζουν να λάβουν DNA από ομάδες όπως οι μυστηριώδεις Χετταίοι που ήρθαν στην Αρχαία Ανατολία πριν το 2000 π.Χ. και ενδεχομένως να ήταν η πηγή της Καυκάσιας προέλευσης των Μυκηναίων και των πρώτων Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών στην περιοχή, αναφέρει η αρχαιολόγος Kristian Kristiansen του Πανεπιστημίου του Gothenburg στη Σουηδία. «Τα αποτελέσματα έχουν ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο στη γενετική ιστορία της δυτικής Ευρασίας – αυτή της Μεσογειακής Εποχής του Χαλκού».